Μετάβαση στο περιεχόμενο

Λουτρός

Από Βικιλεξικό
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Λουτρός οι Λουτροί
      γενική του Λουτρού των Λουτρών
    αιτιατική τον Λουτρό τους Λουτρούς
     κλητική Λουτρέ Λουτροί
Συνήθως στον ενικό
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
Λουτρός < λουτρό Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /luˈtɾos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Λουτρός

Κύριο όνομα

[επεξεργασία]

Λουτρός αρσενικό

  1. ονομασία οικισμών της Ελλάδας
  2. οικισμός της Κύπρου στο κατεχόμενο από τους Τούρκους τμήμα της (Επαρχία Λευκωσίας)

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]