Λούλα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: λούλα

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Λούλα οι Λούλες
      γενική της Λούλας
    αιτιατική τη Λούλα τις Λούλες
     κλητική Λούλα Λούλες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

  1. Λούλα < αραβική لؤلؤة (luʾluʾa, μαργαριτάρι)
  2. Λούλα < χαϊδευτικό υποκοριστικών από διάφορα γυναικεία ονόματα

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Λούλα θηλυκό

  1. γυναικείο όνομα
  2. γυναικείο χαϊδευτικό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]