ΜΑΦ
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ΜΑΦ < αρχικά γράμματα στον ορισμό
Προφορά
[επεξεργασία]
Συντομομορφή
[επεξεργασία]ΜΑΦ θηλυκό άκλιτο ακρωνύμιο
- (ιατρική) Μονάδα Αυξημένης Φροντίδας: ειδικό νοσοκομειακό τμήμα για ασθενείς που χρειάζονται μετεγχειρητική φροντίδα ή μόλις έχουν εξέλθει από ΜΕΘ και βρίσκονται σε πρώιμη φάση αποκατάστασης
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ΜΑΦ
|