Μέδουσα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Μέδουσα | ||
γενική | της | Μέδουσας | ||
αιτιατική | τη | Μέδουσα | ||
κλητική | Μέδουσα | |||
όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Μέδουσα < αρχαία ελληνική Μέδουσα < μέδουσα, θηλυκό του μέδων, μετοχή ενεργητικού ενεστώτα του ρήματος μέδω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *med- (μετρώ, συμβουλεύω)
Προφορά[επεξεργασία]
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Μέδουσα θηλυκό, μόνο στον ενικό
- (μυθολογία) μία από τις Γοργόνες με τερατώδη μορφή: είχε σώμα και κεφάλι γυναίκας και φίδια για μαλλιά. Όποιος την αντίκρυζε πέτρωνε από το φόβο. Τη σκότωσε ο Περσέας με τη βοήθεια της Αθηνάς
- (μετωνυμία) καθετί που με τη μορφή του προκαλεί φόβο
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Μέδουσα
|
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'θάλασσα' στον ενικό
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά στον ενικό (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή (νέα ελληνικά)
- Ελληνική γλώσσα
- Κύρια ονόματα (νέα ελληνικά)
- Μυθολογία (νέα ελληνικά)
- Μετωνυμίες (νέα ελληνικά)