Μήδεια
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Μήδεια < αρχαία ελληνική Μήδεια < μέδω
Προφορά
[επεξεργασία]Κύριο όνομα
[επεξεργασία]Μήδεια θηλυκό
- αρχαίο γυναικείο όνομα
- (ελληνική μυθολογία) κόρη του Αιήτη και σύζυγος του Ιάσονα, μητέρα του Μέρμερου και του Φέρητος
- (κατ’ επέκταση) η παιδοκτόνος
- τίτλος τραγωδιών, έργων όπερας