Μαγκουφανιώτης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Μαγκουφανιώτης < Μαγκουφάν(α) (παλαιότερη ονομασία της Πεύκης Αττικής) + -ιώτης
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /maŋ.ɡu.faˈɲo.tis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Μα‐γκου‐φα‐νιώ‐της
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Μαγκουφανιώτης αρσενικό (θηλυκό Μαγκουφανιώτισσα)
- (πατριδωνυμικό) αυτός που κατοικεί ή κατάγεται από τη Μαγκουφάνα ή Πεύκη Αττικής
Συνώνυμα[επεξεργασία]
- Πευκιώτης (σύγχρονη ονομασία)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Μαγκουφανιώτης
|