Μακεδονία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Μακεδονία < αρχαία ελληνική Μακεδονία < μακεδονία < μακεδνός ίσως συγγενές με το μῆκος / μακρός, ίσως προελληνικό
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Μακεδονία θηλυκό
- ελληνική ιστορική περιοχή των Βαλκανίων.
- (περιφέρεια) γεωγραφικό διαμέρισμα της βόρειας Ελλάδας. Έχει 13 νομούς.
[επεξεργασία]
- Μακεδόνας
- μακεδονικός
- μακεδονίτης, μακεδονίτισσα, μακεδόνισσα
- μακεδονίτικος
- μακεδονομάχος
- Μακεδών
- παμμακεδονικός
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Νομοί της Μακεδονίας[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία'
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Κληρονομημένες λέξεις - τοπωνύμια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων - τοπωνύμια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Ελληνική γλώσσα
- Κύρια ονόματα (νέα ελληνικά)
- Περιφέρειες της Ελλάδας (νέα ελληνικά)
- Περιφέρειες (νέα ελληνικά)
- Τοπωνύμια της Ελλάδας (νέα ελληνικά)
- Τοπωνύμια (νέα ελληνικά)