Μακρακισμός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Μακρακισμός οι Μακρακισμοί
      γενική του Μακρακισμού των Μακρακισμών
    αιτιατική τον Μακρακισμό τους Μακρακισμούς
     κλητική Μακρακισμέ Μακρακισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Μακρακισμός < Απόστολος Μακράκης + -ισμός • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

Μακρακισμός αρσενικό

  • οι διδαχές του Απόστολου Μακράκη, ο οποίος έδρασε το δεύτερο ήμισυ του 19ου αιώνα και διέδωσε τις απόψεις του για την εκκλησία, κάποιες από τις οποίες οδήγησαν την Ιερά Σύνολο να εκδώσει το 1878 καταδικαστική εγκύκλιο εναντίον του
    ※  Στα λαϊκά στρώματα , που διψούν κάτι καλλίτερο , βρίσκει πρόσφορο έδαφος με προφητείες και θαύματα και αγαθαγγελισμός, ο Μακρακισμός - που εκφράζει τη θρησκευτική όψη της Μεγάλης Ιδέας (Τα Άπαντα, Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, Τόμος 6, σελ. 153, Χρήστος Γιοβάνης, 1972)
    ※  Στηλιτεύονται τα λάθη της Εκκλησίας , οι αιρέσεις , ο μακρακισμός, η δράση των παρεκκλησιαστικών οργανώσεων και γενικά κάθε ενέργεια που νοθεύει τη γνησιότητα της ορθόδοξης παράδοσης (Τάκης Καρβέλης, Η μεσοπολεμική πεζογραφία: από τον πρώτο ως το δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο (1914-1939), Εκδόσεις Σοκόλη, 1996)

Μεταφράσεις[επεξεργασία]