Μακρυρραχιώτης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Μακρυρραχιώτης < Μακρυρράχ(η) + -ιώτης
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ma.kɾi.ɾaˈço.tis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Μα‐κρυρ‐ρα‐χιώ‐της
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Μακρυρραχιώτης αρσενικό (θηλυκό Μακρυρραχιώτισσα)
- (πατριδωνυμικό) άτομο που κατάγεται από οικισμό με το όνομα Μακρυρράχη ή κατοικεί εκεί
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → και δείτε τη λέξη Μακρυρράχη
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Μακρυρραχιώτης
|