Μαλτέζος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Μαλτέζος | οι | Μαλτέζοι |
γενική | του | Μαλτέζου | των | Μαλτέζων |
αιτιατική | τον | Μαλτέζο | τους | Μαλτέζους |
κλητική | Μαλτέζε | Μαλτέζοι | ||
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Μαλτέζος < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική Μαλτέζος < ιταλική Maltese < Malta
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Μαλτέζος αρσενικό
- (εθνικό όνομα) αυτός που κατάγεται από τη Μάλτα ή έχει μαλτέζικη υπηκοότητα, (στο θηλυκό: Μαλτέζα)
- ανδρικό επώνυμο (θηλυκό Μαλτέζου)
Μεταγραφές[επεξεργασία]
για το επώνυμο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δρόμος' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Κύρια ονόματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Εθνικά ονόματα (νέα ελληνικά)
- Ανδρικά επώνυμα με επίθημα -έζος (νέα ελληνικά)
- Ανδρικά επώνυμα (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -έζος (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)