Μανάγουλη
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Μανάγουλη | ||
γενική | της | Μανάγουλης | ||
αιτιατική | τη | Μανάγουλη | ||
κλητική | Μανάγουλη | |||
Κατηγορία όπως «ρίγανη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Μανάγουλη < μάνα + γούλιασμα (η λάσπη που εναποτίθεται με την υπερχείλιση ποταμού)[1]• Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /maˈna.ɣu.li/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Μα‐νά‐γου‐λη
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Μανάγουλη θηλυκό, μόνο στον ενικό
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
-
Μανάγουλη στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ρίγανη' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς πληθυντικό (νέα ελληνικά)
- Επέκταση ετυμολογίας (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Κύρια ονόματα (νέα ελληνικά)
- Χωριά της Φωκίδας (νέα ελληνικά)
- Χωριά (νέα ελληνικά)
- Τοπωνύμια της Φωκίδας (νέα ελληνικά)
- Τοπωνύμια (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)