Μανούσος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Μανούσος < (άμεσο δάνειο) βενετική Manuzio που τελικά συνδέθηκε με το Μάνος και Μανόλης (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Μανούσος αρσενικό
Σύνθετα[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- Μανούσακας (μεγεθυντικό όνομα & επώνυμο)
- Μανουσιός (υποκοριστικό)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Μανούσος
|