Μετάβαση στο περιεχόμενο

Μαρούκω

Από Βικιλεξικό
Δείτε επίσης: Μαρουκώ

Νέα ελληνικά (el)

[επεξεργασία]
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Μαρούκω οι Μαρούκες
      γενική της Μαρούκως των Μαρούκων
    αιτιατική τη Μαρούκω τις Μαρούκες
     κλητική Μαρούκω Μαρούκες
Ο πληθυντικός σε -ες είναι σπάνιος.
Κατηγορία όπως «τρελέγκω» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
Μαρούκω < Μαρία Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /maˈɾu.ko/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Μαρούκω

Κύριο όνομα

[επεξεργασία]

Μαρούκω θηλυκό