Μαυροκορδάτος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Μαυροκορδάτος οι Μαυροκορδάτοι
      γενική του Μαυροκορδάτου των Μαυροκορδάτων
    αιτιατική τον Μαυροκορδάτο τους Μαυροκορδάτους
     κλητική Μαυροκορδάτε
& Μαυροκορδάτο
Μαυροκορδάτοι
Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Μαυροκορδάτος (κλίση: μούτσος)» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Μαυροκορδάτος < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική Μαυροκορδάτος. μαυρο- + Κορδάτος (δείτε και το μεσαιωνικό κόρδα)

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ma.vɾo.koɾˈða.tos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Μαυ‐ρο‐κορ‐δά‐τος

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Μαυροκορδάτος αρσενικό (θηλυκό Μαυροκορδάτου)

Συγγενικά[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταγραφές[επεξεργασία]



Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Μαυροκορδάτος < (μαῦρος) μαυρο- + κόρδ(α) + -άτος (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Μαυροκορδάτος αρσενικό