Μαύρος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: μαύρος

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Μαύρος οι Μαύροι
      γενική του Μαύρου των Μαύρων
    αιτιατική τον Μαύρο τους Μαύρους
     κλητική Μαύρε Μαύροι
Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Παλαιολόγος - κλίση: δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Μαύρος < μαύρος

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈma.vɾos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Μαύ‐ρος

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Μαύρος

  1. ανδρικό επώνυμο (θηλυκό Μαύρου)
  2. ο άνθρωπος με πολύ σκούρο δέρμα ή που ανήκει στη λεγόμενη (σύμφωνα με όσους ακολουθούν τη φυλετική διάκριση των ανθρώπων) «μαύρη φυλή» (θηλυκό Μαύρη)

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταγραφές[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]