Μεγάλη Σαρακοστή
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Μεγάλη Σαρακοστή | οι | Μεγάλες Σαρακοστές |
γενική | της | Μεγάλης Σαρακοστής | των | Μεγάλων Σαρακοστών |
αιτιατική | τη | Μεγάλη Σαρακοστή | τις | Μεγάλες Σαρακοστές |
κλητική | Μεγάλη Σαρακοστή | Μεγάλες Σαρακοστές | ||
Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Κύριο όνομα
[επεξεργασία]Μεγάλη Σαρακοστή θηλυκό
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] Μεγάλη Σαρακοστή
|