Μεγάλος Αδελφός
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Μεγάλος Αδελφός | ||
γενική | του | Μεγάλου Αδελφού | ||
αιτιατική | τον | Μεγάλο Αδελφό | ||
κλητική | Μεγάλε Αδελφέ | |||
Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- Μεγάλος Αδελφός < (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική Big Brother < από τον υποτιθέμενο ηγέτη της Ωκεανίας στο μυθιστόρημα 1984 του Τζορτζ Όργουελ
Προφορά
[επεξεργασία]
Κύριο όνομα
[επεξεργασία]Μεγάλος Αδελφός αρσενικό, μόνο στον ενικό
- η αναίτια, παρεμβατική και αδιάκριτη παρακολούθηση και συλλογή δεδομένων, ιδίως ενός λαού από την κυβέρνησή του
- ※ Η αναγνώριση προσώπου είναι ένα από τα πιο προβεβλημένα παραδείγματα της τεχνητής νοημοσύνης, καθώς ξυπνά την ανησυχία για έναν «Μεγάλο Αδελφό» που κατασκοπεύει όλες τις κινήσεις των πολιτών.
- Η Ευρωπαϊκή Ένωση στη μάχη της τεχνητής νοημοσύνης, Η Καθημερινή, 19 Φεβρουαρίου 2020
- ※ Η αναγνώριση προσώπου είναι ένα από τα πιο προβεβλημένα παραδείγματα της τεχνητής νοημοσύνης, καθώς ξυπνά την ανησυχία για έναν «Μεγάλο Αδελφό» που κατασκοπεύει όλες τις κινήσεις των πολιτών.
- (κατ’ επέκταση) οποιαδήποτε μορφή που αντιπροσωπεύει τον συνεχή καταπιεστικό έλεγχο
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] Μεγάλος Αδελφός
|
Πηγές
[επεξεργασία]- αδελφός - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Κατηγορίες:
- Κλίση αρσενικών πολυλεκτικών όρων (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς πληθυντικό (νέα ελληνικά)
- Πολυλεκτικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Όροι με πατρότητα (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Κύρια ονόματα (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα τύπου (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)