Μεσοζωικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Μεσοζωικός | οι | Μεσοζωικοί |
γενική | του | Μεσοζωικού | των | Μεσοζωικών |
αιτιατική | τον | Μεσοζωικό | τους | Μεσοζωικούς |
κλητική | Μεσοζωικέ | Μεσοζωικοί | ||
Συνήθως στον ενικό. | ||||
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
Μεσοζωικός αρσενικό
- (παλαιοντολογία, γεωλογία) γεωλογικός αιώνας που ξεκίνησε μετά την Πέρμια-Τριαδική εξαφάνιση (250 εκ. χρόνια πριν) και τελείωσε με την εξαφάνιση των δεινοσαύρων (65 εκ. χρόνια πριν)
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ναός' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Παλαιοντολογία (νέα ελληνικά)
- Γεωλογία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)