Μεσοποταμίτης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- Μεσοποταμίτης < Μεσοποταμ(ία) ή Μεσοποταμ(ιά) + -ίτης
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /me.so.po.taˈmi.tis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Με‐σο‐πο‐τα‐μί‐της
Κύριο όνομα
[επεξεργασία]Μεσοποταμίτης αρσενικό (θηλυκό Μεσοποταμίτισσα)
- (πατριδωνυμικό) άτομο που κατάγεται από οικισμό με το όνομα Μεσοποταμία ή Μεσοποταμιά ή κατοικεί εκεί
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → και δείτε τις λέξεις Μεσοποταμία και Μεσοποταμιά
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] Μεσοποταμίτης
|
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- Μεσοποταμίτης < ελληνιστική κοινή Μεσοποταμίτης
Κύριο όνομα
[επεξεργασία]Μεσοποταμίτης αρσενικό
Πηγές
[επεξεργασία]- Mesopotamites, στο: Alexander P. Kazhdan (επιμ.) (2005), The Oxford Dictionary of Byzantium, Oxford: Oxford University Press, ISBN 9780195046526.
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | Μεσοποταμίτης | οἱ | Μεσοποταμῖται | ||||
γενική | τοῦ | Μεσοποταμίτου | τῶν | Μεσοποταμιτῶν | ||||
δοτική | τῷ | Μεσοποταμίτῃ | τοῖς | Μεσοποταμίταις | ||||
αιτιατική | τὸν | Μεσοποταμίτην | τοὺς | Μεσοποταμίτᾱς | ||||
κλητική ὦ! | Μεσοποταμῖτᾰ | Μεσοποταμῖται | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | Μεσοποταμίτᾱ | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | Μεσοποταμίταιν | ||||||
Το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι μακρό. | ||||||||
1η κλίση, ομάδα 'στρατιώτης', Κατηγορία 'στρατιώτης' όπως «στρατιώτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- Μεσοποταμίτης < Μεσοποταμ(ία) + -ίτης
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]Μεσοποταμίτης αρσενικό (ελληνιστική κοινή)
- (πατριδωνυμικό) ο κάτοικος ή αυτός που κατάγεται από την Μεσοποταμία
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη Μεσοποταμία
Πηγές
[επεξεργασία]- Μεσοποταμίτης - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ναύτης' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ίτης (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Κύρια ονόματα (νέα ελληνικά)
- Πατριδωνυμικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Κύρια ονόματα (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Ανδρικά επώνυμα (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Ουσιαστικά με αρχαίες κλίσεις (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως η ομάδα 'στρατιώτης' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'στρατιώτης' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'στρατιώτης' (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά 1ης κλίσης (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά 1ης κλίσης αρσενικά (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά αρσενικά (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως τα -ης (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά παροξύτονα (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά αρσενικά παροξύτονα (ελληνιστική κοινή)
- Λέξεις παροξύτονες (ελληνιστική κοινή)
- Λέξεις με επίθημα -ίτης (ελληνιστική κοινή)
- Ελληνιστική κοινή
- Ουσιαστικά (ελληνιστική κοινή)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Πατριδωνυμικά (ελληνιστική κοινή)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)