Μετάβαση στο περιεχόμενο

Μεσοποταμίτης

Από Βικιλεξικό
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Μεσοποταμίτης οι Μεσοποταμίτες
      γενική του Μεσοποταμίτη των Μεσοποταμιτών
    αιτιατική τον Μεσοποταμίτη τους Μεσοποταμίτες
     κλητική Μεσοποταμίτη Μεσοποταμίτες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
Μεσοποταμίτης < Μεσοποταμ(ία) ή Μεσοποταμ(ιά) + -ίτης

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /me.so.po.taˈmi.tis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Μεσοποταμίτης

Κύριο όνομα

[επεξεργασία]

Μεσοποταμίτης αρσενικό (θηλυκό Μεσοποταμίτισσα)

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]



Ετυμολογία

[επεξεργασία]
Μεσοποταμίτης < ελληνιστική κοινή Μεσοποταμίτης

Κύριο όνομα

[επεξεργασία]

Μεσοποταμίτης αρσενικό



ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική Μεσοποταμίτης οἱ Μεσοποταμῖται
      γενική τοῦ Μεσοποταμίτου τῶν Μεσοποταμιτῶν
      δοτική τῷ Μεσοποταμίτ τοῖς Μεσοποταμίταις
    αιτιατική τὸν Μεσοποταμίτην τοὺς Μεσοποταμίτᾱς
     κλητική ! Μεσοποταμῖτ Μεσοποταμῖται
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  Μεσοποταμίτ
γεν-δοτ τοῖν  Μεσοποταμίταιν
Το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι μακρό.
1η κλίση, ομάδα 'στρατιώτης', Κατηγορία 'στρατιώτης' όπως «στρατιώτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
Μεσοποταμίτης < Μεσοποταμ(ία) + -ίτης

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

Μεσοποταμίτης αρσενικό (ελληνιστική κοινή)

Συγγενικά

[επεξεργασία]