Μεταξουργείο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το Μεταξουργείο τα Μεταξουργεία
      γενική του Μεταξουργείου των Μεταξουργείων
    αιτιατική το Μεταξουργείο τα Μεταξουργεία
     κλητική Μεταξουργείο Μεταξουργεία
συνήθως στον ενικό
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Μεταξουργείο < μεταξουργείο

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /me.ta.ksuɾˈʝi.o/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Με‐τα‐ξουρ‐γεί‐ο

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Μεταξουργείο

  • ※  Θροΐσματα, τρίλιες πουλιών και τιτιβίσματα γυναικών αναστάτωναν το Μεταξουργείο. (Ελένη Πριοβόλου, Όπως ήθελα να ζήσω, (Καστανιώτης: Αθήνα, 2009), σελ. 100)

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]