Μετεωρίτης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Μετεωρίτης αρσενικό (θηλυκό Μετεωρίτισσα)
- (πατριδωνυμικό) που ζει ή έζησε στα Μετέωρα ή κατάγεται από κει
- (χριστιανισμός) που μονάζει ή μόνασε στα μοναστήρια των Μετεώρων
- ↪ Πρώτος κτίτορας της μονής του Μεγάλου Μετεώρου υπήρξε ο όσιος Αθανάσιος ο επονομαζόμενος Μετεωρίτης.
Συγγενικά[επεξεργασία]
→ και δείτε τις λέξεις Μετέωρα και μετέωρος
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Μετεωρίτης
|