Μηδία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Μηδία | οι | Μηδίες |
γενική | της | Μηδίας | των | Μηδιών |
αιτιατική | τη | Μηδία | τις | Μηδίες |
κλητική | Μηδία | Μηδίες | ||
Συνήθως στον ενικό. | ||||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- Μηδία < αρχαία ελληνική Μηδία < Μῆδος
Προφορά
[επεξεργασία]Κύριο όνομα
[επεξεργασία]Μηδία θηλυκό
- αρχαία χώρα στη βορειοδυτική Περσία, όπου κατοικούσαν οι Μήδοι
- γυναικείο όνομα
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] Μηδία
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Τονικά παρώνυμα (νέα ελληνικά)
- Παρώνυμα (νέα ελληνικά)
- Κύρια ονόματα (νέα ελληνικά)
- Αρχαίες χώρες της Ασίας (νέα ελληνικά)
- Αρχαίες χώρες (νέα ελληνικά)
- Τοπωνύμια της Ασίας (νέα ελληνικά)
- Τοπωνύμια (νέα ελληνικά)
- Γυναικεία ονόματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)