Μηλοφάγοι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος κυρίου ονόματος[επεξεργασία]
Μηλοφάγοι αρσενικό
- ονομαστική και κλητική πληθυντικού του Μηλοφάγος (ταξινομικό γένος)
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Μηλοφάγοι: ουσιαστικοποιημένο *μηλοφάγος στον πληθυντικό < μῆλ(ο) / μῆλ(ον) (μήλο, το φρούτο) + -ο- + -φάγος. Διαφορετικό το αρχαίο μηλοφάγος.
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Μηλοφάγοι αρσενικό στον πληθυντικό
- (κυριολεκτικά) αυτοί που τρώνε μήλα. Ονομασία μυθικού λαού, στο έργο Ανωνύμου Αλέξανδρος ο βασιλεύς.
Πηγές[επεξεργασία]
- Μηλοφάγοι - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].