Μηλοφάγος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: μηλοφάγος, Μηλοφάγοι

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Μηλοφάγος οι Μηλοφάγοι
      γενική του Μηλοφάγου των Μηλοφάγων
    αιτιατική τον Μηλοφάγο τους Μηλοφάγους
     κλητική Μηλοφάγε Μηλοφάγοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Μηλοφάγος < λόγιο ενδογενές δάνειο: νεολατινική Μelophagus < αρχαία ελληνική μηλοφάγος < αρχαία ελληνική μῆλον (πρόβατο) + -φάγος

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /mi.loˈfa.ɣos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Mη‐λο‐φά‐γος

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Μηλοφάγος αρσενικό

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

  • Melophagus στην αγγλική Βικιπαίδεια Λήμμα στην αγγλική Βικιπαίδεια

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

  • για τις κοινές ονομασίες → δείτε τη λέξη μηλοφάγος