Μετάβαση στο περιεχόμενο

Μητρῷον

Από Βικιλεξικό
Δείτε επίσης: μητρώο
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ Μητρῷον τὰ Μητρῷ
      γενική τοῦ Μητρῴου τῶν Μητρῴων
      δοτική τῷ Μητρῴ τοῖς Μητρῴοις
    αιτιατική τὸ Μητρῷον τὰ Μητρῷ
     κλητική ! Μητρῷον Μητρῷ
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  Μητρῴω
γεν-δοτ τοῖν  Μητρῴοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'τέκνον' όπως «στοιχεῖον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
Μητρῷον: ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου μητρῷος. Εννοείται το ουσιαστικό ἱερόν

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

Μητρῷον ουδέτερο

Συγγενικά

[επεξεργασία]

→ και δείτε τη λέξη μήτηρ