Μητσάκος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Μητσάκος οι Μητσάκοι
      γενική του Μητσάκου των Μητσάκων
    αιτιατική τον Μητσάκο τους Μητσάκους
     κλητική Μητσάκο Μητσάκοι
Κατηγορία όπως «υπνάκος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Μητσάκος < Μήτσ(ος) + υποκοριστικό επίθημα -άκος → και δείτε τη λέξη Δημήτρης

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Μητσάκος αρσενικό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

για γλώσσες που δεν διαχωρίζουν το υποκοριστικό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε Μήτσος