Μιρέλλα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Μιρέλλα | οι | Μιρέλλες |
γενική | της | Μιρέλλας | — | |
αιτιατική | τη | Μιρέλλα | τις | Μιρέλλες |
κλητική | Μιρέλλα | Μιρέλλες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Μιρέλλα < (άμεσο δάνειο) ιταλική Mirella < οξιτανικά Mirèio / Mirelha < λατινική mirari, απαρέμφατο ενεστώτα του ρήματος miror < mirus (θαυμαστός)
Προφορά[επεξεργασία]
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Μιρέλλα θηλυκό
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πείνα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
- Δάνεια - ονόματα από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων - ονόματα από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων - ονόματα από τα λατινικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Κύρια ονόματα (νέα ελληνικά)
- Γυναικεία ονόματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)