Μογγόλα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: μογγόλα

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Μογγόλα οι Μογγόλες
      γενική της Μογγόλας των Μογγόλων
    αιτιατική τη Μογγόλα τις Μογγόλες
     κλητική Μογγόλα Μογγόλες
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Μογγόλα < Μογγόλ(ος +

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Μογγόλα θηλυκό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε Μογγόλος