Μονεμβασιά

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Μονεμβασιά < μονή + έμβαση (είσοδος)
για το αμπέλι < • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Μονεμβασιά ή Μονεμβάσια θηλυκό

  1. παράλια πόλη και κάστρο στην ανατολική Πελοπόννησο
  2. (ελληνική ποικιλία αμπέλου) ποικιλία αμπέλου που παρά την ονομασία της καλλιεργείται κυρίως στην Πάρο και τη Νάξο, και παράγει εξαιρετικό λευκό κρασί

Σημειώσεις[επεξεργασία]

για το αμπέλι:

  • πρόκειται για μία από τις βασικότερες ποικιλίες αμπέλου - αμπελόκλημα που καλλιεργείται στην ορεινή Νάξο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]