Μοντρεαλίτισσα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Μοντρεαλίτισσα θηλυκό (Μοντρεαλίτης αρσενικό)
- (πατριδωνυμικό) η κάτοικος ή δημότισσα του Μόντρεαλ, ή κάποια που κατάγεται από αυτή την πόλη
- Αφροδίτη Μοντρεαλίτισσα (τίτλος ποιήματος της Θάλειας Τάσου)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε Μοντρεαλίτης
Μοντρεαλίτισσα