Μοντρεαλίτισσα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: μοντρεαλίτισσα

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Μοντρεαλίτισσα οι Μοντρεαλίτισσες
      γενική της Μοντρεαλίτισσας των Μοντρεαλιτισσών
    αιτιατική τη Μοντρεαλίτισσα τις Μοντρεαλίτισσες
     κλητική Μοντρεαλίτισσα Μοντρεαλίτισσες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /mɔn.tɾɛ.aˈli.ti.sa/ & /mɔ(n).dɾɛ.aˈli.ti.sa/

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Μοντρεαλίτισσα < Μόντρεαλ + -ίτισσα

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Μοντρεαλίτισσα θηλυκό (Μοντρεαλίτης αρσενικό)

  • (πατριδωνυμικό) η κάτοικος ή δημότισσα του Μόντρεαλ, ή κάποια που κατάγεται από αυτή την πόλη
    Αφροδίτη Μοντρεαλίτισσα (τίτλος ποιήματος της Θάλειας Τάσου)

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε Μοντρεαλίτης