Μονφαλκόνε
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Μονφαλκόνε < ιταλική Monfalcone
Μεταγραφή[επεξεργασία]
Μονφαλκόνε θηλυκό
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Μονφαλκόνε
|
Μονφαλκόνε θηλυκό
|