Μονόκερως

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: μονόκερως

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Μονόκερως < μόνος (> μονο-) + κέρας (γενική: κέρασος > κέρως)
Ο αστερισμός του Μονόκερω.

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Μονόκερως αρσενικό

  • όνομα αστερισμού του βόρειου ημισφαιρίου. Σημειώθηκε για πρώτη φορά από τον Jakob Bartsch το 1624 και ανήκει στους 88 επίσημους αστερισμούς που το 1922 θέσπισε η Διεθνής Αστρονομική Ένωση
    συντομογραφία: Mon

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]