Μοσχόμαυρο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Μοσχόμαυρο < μόσχ(ος) + -ό- + μαύρο • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Μοσχόμαυρο ουδέτερο, μόνο στον ενικό
- (ελληνική ποικιλία αμπέλου) ποικιλία αμπέλου που καλλιεργείται στην κεντρική και ΒΔ Ελλάδα και παράγει κόκκινο και ροζέ κρασί
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Μοσχόμαυρο
|