Μοσχόμαυρο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Μοσχόμαυρο < μόσχ(ος) + -ό- + μαύρο • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Μοσχόμαυρο ουδέτερο, μόνο στον ενικό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]