Μούστροβον
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]| καθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση) | ||||||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | τὸ | Μούστροβον | τὰ | Μούστροβα | ||||
| γενική | τοῦ | Μουστρόβου | τῶν | Μουστρόβων | ||||
| δοτική | τῷ | Μουστρόβῳ | τοῖς | Μουστρόβοις | ||||
| αιτιατική | τὸ | Μούστροβον | τὰ | Μούστροβα | ||||
| κλητική ὦ! | Μούστροβον | Μούστροβα | ||||||
| Συνήθως στον ενικό | ||||||||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||||||
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- Μούστροβον < → δείτε τη λέξη Μούστροβο
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ˈmu.stɾo.von/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Μού‐στρο‐βον
Κύριο όνομα
[επεξεργασία]Μούστροβον ουδέτερο
- (καθαρεύουσα) χωριό της Φθιώτιδας → δείτε τη λέξη Μούστροβο