Μποναίρ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Μποναίρ < ολλανδική Bonaire• Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /boˈneɾ/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Μπο‐ναίρ
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Μποναίρ θηλυκό άκλιτο
- υπερπόντια νήσος της Ολλανδίας στη Νότια Αμερική
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
-
Μποναίρ στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Μποναίρ
|
Κατηγορίες:
- Προέλευση λέξεων - τοπωνύμια από τα ολλανδικά (νέα ελληνικά)
- Επέκταση ετυμολογίας (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Κύρια ονόματα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Νησιά της Καραϊβικής (νέα ελληνικά)
- Νησιά (νέα ελληνικά)
- Τοπωνύμια της Καραϊβικής (νέα ελληνικά)
- Τοπωνύμια (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)