Μπορίσοβα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Μπορίσοβα < βουλγαρική Борисова (Borisova) ή ρωσική Борисова (Borisova)

Μεταγραφή[επεξεργασία]

Μπορίσοβα θηλυκό, άκλιτο (αρσενικό Μπορίσοφ)