Μπούντεσλιγκα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Μπούντεσλιγκα | ||
γενική | της | Μπούντεσλιγκας | ||
αιτιατική | την | Μπούντεσλιγκα | ||
κλητική | Μπούντεσλιγκα | |||
Προφέρεται με συνίζηση στην κατάληξη ως παροξύτονο. Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Μπούντεσλιγκα < γερμανική (Fußball-) Bundesliga < Bund + -es- + Liga
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˈbun.des.li.ɡa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Μπού‐ντε‐σλι‐γκα
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Μπούντεσλιγκα θηλυκό
- (αθλητισμός) η ανώτερη κατηγορία στο γερμανικό ποδόσφαιρο
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Μπούντεσλιγκα
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πείνα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς πληθυντικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά με συνίζηση στην κατάληξη (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά με συνίζηση στην κατάληξη (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γερμανικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Κύρια ονόματα (νέα ελληνικά)
- Αθλητισμός (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)