Μπόντο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˈbo.do/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Μπό‐ντο
Μεταγραφή[επεξεργασία]
Μπόντο ουδέτερο άκλιτο