Μυούς
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Μυούς < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική Μυοῦς, γενική τῆς Μυούντος < μυόεις < μῦς
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Μυούς θηλυκό, μόνο στον ενικό
- ιωνική αρχαία πόλη της Μικράς Ασίας
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- Μυούς στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Μυούς
|
Κατηγορίες:
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Κύρια ονόματα (νέα ελληνικά)
- Αρχαίες πόλεις της Μικράς Ασίας (νέα ελληνικά)
- Αρχαίες πόλεις (νέα ελληνικά)
- Τοπωνύμια της Μικράς Ασίας (νέα ελληνικά)
- Τοπωνύμια (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)