Μυρτώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: μύρτῳ, μύρτω

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική η Μυρτώ
      γενική της Μυρτώς
    αιτιατική τη Μυρτώ
     κλητική Μυρτώ
Κατηγορία όπως «Ρηνιώ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Μυρτώ < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή Μυρτώ

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /miɾˈto/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Μυρ‐τώ
τονικό παρώνυμο: μύρτο

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Μυρτώ θηλυκό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]



Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική Μυρτώ
      γενική τῆς Μυρτοῦς
      δοτική τῇ Μυρτοῖ
    αιτιατική τὴν Μυρτώ
     κλητική ! Μυρτοῖ
3η κλίση, ομάδα 'ἠχώ', Κατηγορία 'ἠχώ' όπως «ἠχώ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Μυρτώ (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική μύρτον (ουδέτερο) / μύρτ(ος) (θηλυκό) +

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Μυρτώ θηλυκό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

  • μυρρίς (και παράγωγα κύρια ονόματα)

Πηγές[επεξεργασία]