Μυρτώ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Μυρτώ | ||
γενική | της | Μυρτώς | ||
αιτιατική | τη | Μυρτώ | ||
κλητική | Μυρτώ | |||
Κατηγορία όπως «Ρηνιώ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Μυρτώ < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή Μυρτώ
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /miɾˈto/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Μυρ‐τώ
- τονικό παρώνυμο: μύρτο
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Μυρτώ θηλυκό
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Μυρτώ
|
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | |||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | Μυρτώ | ||||||
γενική | τῆς | Μυρτοῦς | ||||||
δοτική | τῇ | Μυρτοῖ | ||||||
αιτιατική | τὴν | Μυρτώ | ||||||
κλητική ὦ! | Μυρτοῖ | |||||||
3η κλίση, ομάδα 'ἠχώ', Κατηγορία 'ἠχώ' όπως «ἠχώ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Μυρτώ (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική μύρτον (ουδέτερο) / μύρτ(ος) (θηλυκό) + -ώ
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Μυρτώ θηλυκό
- (ελληνιστική κοινή) γυναικείο όνομα, η Μυρτώ
- ※ 3ος αιώνας πκε ⌘ Θεόκριτος, Ειδύλλια, 7. Θαλύσια, 97
- Σιμιχίδᾳ μὲν Ἔρωτες ἐπέπταρον· ἦ γὰρ ὁ δειλὸς
- τόσσον ἐρᾷ Μυρτοῦς, ὅσον εἴαρος αἶγες ἔραντι.
- → λείπει η μετάφραση
[επεξεργασία]
- Μυρτάλη
- Μυρτάς
- Μυρτία
- Μυρτίλος
- Μύρτιον
- Μύρτις
- Μυρτίσκη
- Μύρτουσσα
- Μυρτῷος (επίθετο)
- Μυρτώσιον (τοπωνύμιο)
- → και δείτε τη λέξη μύρτος
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- μυρρίς (και παράγωγα κύρια ονόματα)
Πηγές[επεξεργασία]
- Μυρτώ - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'Ρηνιώ' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς πληθυντικό (νέα ελληνικά)
- Κληρονομημένες λέξεις - ονόματα από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων - ονόματα από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Τονικά παρώνυμα (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Κύρια ονόματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Γυναικεία ονόματα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά με αρχαίες κλίσεις (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως η ομάδα 'ἠχώ' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'ἠχώ' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ἠχώ' (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά 3ης κλίσης (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά 3ης κλίσης χωρίς πληθυντικό (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά 3ης κλίσης θηλυκά (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά 3ης κλίσης θηλυκά χωρίς πληθυντικό (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά θηλυκά (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά θηλυκά χωρίς πληθυντικό (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά χωρίς πληθυντικό (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά οξύτονα (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά θηλυκά οξύτονα (ελληνιστική κοινή)
- Λέξεις οξύτονες (ελληνιστική κοινή)
- Ελληνιστική κοινή
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (ελληνιστική κοινή)
- Παραγωγή λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (ελληνιστική κοινή)
- Κύρια ονόματα (ελληνιστική κοινή)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Γυναικεία ονόματα (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα ποίησης (ελληνιστική κοινή)
- Ελλείπουσες μεταφράσεις (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)