Μωάμεθ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Μωάμεθ < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική Μωάμεθ < αραβική محمد (muḥammad: ο προφήτης Μωάμεθ) < حمد (ḥammada: υμνώ, εγκωμιάζω) < ρίζα ح م د (ḥ-m-d)
Προφορά[επεξεργασία]
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Μωάμεθ αρσενικό άκλιτο
- (ισλαμισμός) προφήτης και ιδρυτής του μουσουλμανισμού
- μουσουλμανικό ανδρικό όνομα
Συγγενικά[επεξεργασία]
- μωαμεθανή
- μωαμεθανικός
- μωαμεθανισμός
- μωαμεθανός
- → δείτε τη λέξη μεμέτης
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- Μωάμεθ στη Βικιπαίδεια
- ισλάμ
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Μωάμεθ
|