Μόνα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: μόνα, μονά

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Μόνα οι Μόνες
      γενική της Μόνας
    αιτιατική τη Μόνα τις Μόνες
     κλητική Μόνα Μόνες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Μόνα < από γυναικεία ονόματα σε διάφορες γλώσσες, όπως Monica / Monika (Μόνικα), Ramona (Ραμόνα), Simona (Σιμόνα, Σιμόνη) κ.ο.κ. • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Μόνα θηλυκό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]