ΝΟΚ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ΝΟΚ < αρχικά των λέξεων Νέος Οικοδομικός Κανονισμός

Συντομομορφή[επεξεργασία]

Ν.Ο.Κ. αρσενικό άκλιτο ακρωνύμιο

  • (οικοδομική) ο νόμος 4067/12 του ελληνικού κράτους, ο οποίος αντικατέστησε τον ΓΟΚ (Γενικό Οικοδομικό Κανονισμό)