Νέα Λιόσια
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τα | Νέα Λιόσια | ||
γενική | των | Νέων Λιοσίων | ||
αιτιατική | τα | Νέα Λιόσια | ||
κλητική | Νέα Λιόσια | |||
Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˈnɛ.a ˈʎɔ.sça/
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Νέα Λιόσια ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
- (προάστιο) παλαιότερη ονομασία του Ιλίου Αττικής
- ※ Ο τύπος είχε τώρα τρία παιδιά και ζούσε σε μια τρισάθλια μονοκατοικία κάπου στα Νέα Λιόσια δουλεύοντας πού και πού σε οικοδομές. (Αλέξης Σταμάτης, Μπορείς να κλάψεις μες στο νερό;, (Αθήνα: Καστανιώτης, 2012), σελ. 97)
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Νέα Λιόσια
Κατηγορίες:
- Κλίση ουδέτερων πολυλεκτικών όρων (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς ενικό (νέα ελληνικά)
- Πολυλεκτικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Ελληνική γλώσσα
- Κύρια ονόματα (νέα ελληνικά)
- Προάστια της Αθήνας (νέα ελληνικά)
- Προάστια (νέα ελληνικά)
- Τοπωνύμια της Αθήνας (νέα ελληνικά)
- Τοπωνύμια (νέα ελληνικά)
- Προάστια της Ελλάδας (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)