Νέλσων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Νέλσων οι Νέλσονες
      γενική του Νέλσονος των Νελσόνων
    αιτιατική τον Νέλσονα τους Νέλσονες
     κλητική Νέλσων
Νέλσον*
Νέλσονες
* Κατά την αρχαία κλίση.
Κατηγορία όπως «νηογνώμων» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Νέλσων < (λόγιο δάνειο) αγγλική Nelson (όνομα και επώνυμο) + -ων

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Νέλσων αρσενικό

Άλλες γραφές[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]