Νίσυρος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Νίσυρος | ||
γενική | της | Νισύρου | ||
αιτιατική | τη | Νίσυρο | ||
κλητική | Νίσυρε (Νίσυρο) | |||
Κατηγορία όπως «διάμετρος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- Νίσυρος < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική Νίσυρος
Κύριο όνομα
[επεξεργασία]Νίσυρος θηλυκό
- νησί του νότιου Αιγαίου, ένα από τα Δωδεκάνησα
Συγγενικά
[επεξεργασία]Δείτε επίσης
[επεξεργασία]- Νίσυρος στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] Νίσυρος
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- Νίσυρος < άγνωστης ετυμολογίας, ήδη ομηρική λέξη < πιθανόν προελληνική
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]Νίσυρος
Πηγές
[επεξεργασία]- Νίσυρος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'διάμετρος' χωρίς πληθυντικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς πληθυντικό (νέα ελληνικά)
- Κληρονομημένες λέξεις - τοπωνύμια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων - τοπωνύμια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Κύρια ονόματα (νέα ελληνικά)
- Νησιά της Ελλάδας (νέα ελληνικά)
- Νησιά (νέα ελληνικά)
- Τοπωνύμια της Ελλάδας (νέα ελληνικά)
- Τοπωνύμια (νέα ελληνικά)
- Ελλείπουσες κλίσεις (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις με άγνωστη ετυμολογία (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ουσιαστικά (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Νησιά της Ελλάδας (αρχαία ελληνικά)
- Νησιά (αρχαία ελληνικά)
- Τοπωνύμια της Ελλάδας (αρχαία ελληνικά)
- Τοπωνύμια (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)