Νίσυρος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική η Νίσυρος
      γενική της Νισύρου
    αιτιατική τη Νίσυρο
     κλητική Νίσυρε (Νίσυρο)
Κατηγορία όπως «διάμετρος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
Νίσυρος < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική Νίσυρος

Κύριο όνομα

[επεξεργασία]

Νίσυρος θηλυκό

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]



→ λείπει η κλίση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
Νίσυρος < άγνωστης ετυμολογίας, ήδη ομηρική λέξη < πιθανόν προελληνική

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

Νίσυρος