Μετάβαση στο περιεχόμενο

Ναύπακτος

Από Βικιλεξικό

Νέα ελληνικά (el)

[επεξεργασία]
 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική η Ναύπακτος
      γενική της Ναυπάκτου
    αιτιατική τη Ναύπακτο
     κλητική Ναύπακτε
Κατηγορία όπως «άμπελος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Το λιμάνι της Ναυπάκτου

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
Ναύπακτος < αρχαία ελληνική Ναύπακτος < ναῦς (πλοίο) + -πακτος (< πήγνυμι (φυτεύω, στερεώνω))[1]

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈnaf.pa.ktos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Ναύπακτος

Κύριο όνομα

[επεξεργασία]

Ναύπακτος θηλυκό

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]
  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)



Αρχαία ελληνικά (grc)

[επεξεργασία]
 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική Ναύπακτος
      γενική τῆς Ναυπάκτου
      δοτική τῇ Ναυπάκτ
    αιτιατική τὴν Ναύπακτον
     κλητική ! Ναύπακτε
2η κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «κάμινος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
Ναύπακτος < ναῦς (πλοίο) + -πακτος (< πήγνυμι (φυτεύω, στερεώνω))

Κύριο όνομα

[επεξεργασία]

Ναύπακτος θηλυκό, μόνο στον ενικό

Συγγενικά

[επεξεργασία]