Νεκταρούλα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Νεκταρούλα | οι | Νεκταρούλες |
γενική | της | Νεκταρούλας | — | |
αιτιατική | τη | Νεκταρούλα | τις | Νεκταρούλες |
κλητική | Νεκταρούλα | Νεκταρούλες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Νεκταρούλα < Νεκταρ(ία) + υποκοριστικό επίθημα -ούλα → και δείτε τη λέξη Νεκτάριος
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Νεκταρούλα θηλυκό
- υποκοριστικό, χαϊδευτικό γυναικείο όνομα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
για γλώσσες που δεν διαχωρίζουν το υποκοριστικό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε Νεκταρία
Νεκταρούλα
|