Νεοκλής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Νεοκλής | οι | Νεοκλείς & Νεοκλήδες ** |
γενική | του | Νεοκλή & Νεοκλέους * |
των | Νεοκλέων & Νεοκλήδων |
αιτιατική | τον | Νεοκλή | τους | Νεοκλείς & Νεοκλήδες |
κλητική | Νεοκλή | Νεοκλείς & Νεοκλήδες | ||
* Λόγιος τύπος για τα αρχαία ονόματα και τα ονόματα οδών. ** Οι δεύτεροι τύποι του πληθυντικού, για τα σύγχρονα ονόματα. | ||||
Κατηγορία όπως «Περικλής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Νεοκλής < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική Νεοκλῆς. Συγχρονικά αναλύεται σε (νέος) νεο- + -κλής (κλέος)
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ne.oˈklis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Νε‐ο‐κλής
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Νεοκλής αρσενικό
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'Περικλής' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Κληρονομημένες λέξεις - ονόματα από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων - ονόματα από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Κύρια ονόματα (νέα ελληνικά)
- Ανδρικά ονόματα με πρόθημα Νεο- (νέα ελληνικά)
- Ανδρικά ονόματα με επίθημα -κλής (νέα ελληνικά)
- Ανδρικά ονόματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)