Νεοϋορκέζος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- Νεοϋορκέζος < Νέα Υόρκ(η) + -έζος
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ne.o.i.oɾˈce.zos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Νε‐ο‐ϋ‐ορ‐κέ‐ζος
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]Νεοϋορκέζος αρσενικό (θηλυκό Νεοϋορκέζα)
- (πατριδωνυμικό) αυτός που κατάγεται από τη Νέα Υόρκη ή ζει εκεί